απρόσβλητος

απρόσβλητος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν παθαίνει ή δεν μπορεί να πάθει ζημιά με κάτι: Το χρυσάφι είναι απρόσβλητο από τα οξέα. – Με την επιπολαιότητα που τον χαραχτηρίζει δεν αφήνει άνθρωπο απρόσβλητο

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απρόσβλητος — η, ο (AM ἀπρόσβλητος, ον) [προσβάλλω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον προσβάλει, ακαταμάχητος 2. αυτός εναντίον του οποίου δεν επιτέθηκε κανείς νεοελλ. (γενικά) αυτός που δεν έχει δεχθεί ηθική προσβολή …   Dictionary of Greek

  • άβλητος — η, ο (Α ἄβλητος, ον) [βάλλω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να βληθεί, να χτυπηθεί, απρόσβλητος, άτρωτος αρχ. αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε, δεν λαβώθηκε (από βέλη) …   Dictionary of Greek

  • άδηκτος — η, ο (Α ἄδηκτος, ον) [δάκνω] αυτός που δεν τόν δάγκωσαν, ο αδάγκωτος αρχ. 1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος 2. ο μη δηκτικός 3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια 4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό …   Dictionary of Greek

  • άθηρος — ἄθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπους) ο δίχως άγρια θηρία ή δίχως κυνήγι 2. φρ. «ἄθηρος ἡμέρα», άπρακτος, ανωφελής 3. αυτός που απομακρύνει, απωθεί επιζήμια ζώα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄθηρον το να είναι κανείς απρόσβλητος από κυνήγι ή απρόσφορος… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • άνοσος — η, ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, ον) νεοελλ. αρχ. 1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής 2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής 3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια …   Dictionary of Greek

  • άτρωτος — η, ο (AM ἄτρωτος, ον) 1. αυτός που δεν τραυματίστηκε ή που δεν μπορεί κανένας να τον τραυματίσει 2. απείραχτος, σώος 3. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αδιάβλητος — η, ο (Α ἀδιάβλητος, ον) 1. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν συκοφαντήθηκε 2. που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβάλλει, απρόσβλητος από συκοφαντίες, ακατηγόρητος ανεπίληπτος αρχ. αυτός που δεν δίνει προσοχή στις συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + …   Dictionary of Greek

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • ανέκκλητος — η, ο (Α ἀνέκκλητος, ον) αρχ. εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος νεοελλ. (για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”